- γενεά
- και γενιά, η (AM γενεά, Α και γενεή, Μ και γενέα)1. το σύνολο τών μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας2. φυλή, έθνος (ανθρώπων)3. είδος, ράτσα (ζώων)4. σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο5. συγγένεια6. χρονική περίοδος που απαιτείται για να φθάσει κανείς σε ώριμη ηλικία, περίπου 30 χρόνιανεοελλ.φρ.1. «δευτέρα γενεά» — οι εγγονοί2. «τρίτη γενεά» — οι δισέγγονοι3. «τον πέρασα γενεές δεκατέσσερεις» — τού έβρισα όλη την οικογένεια ώς τους πιο μακρινούς προγόνους τουαρχ.1. η φυσιογνωμική ομοιότητα τών συγγενών, ο οικογενειακός τύπος2. τέκνο ή τέκνα3. τάξη, κατηγορία4. τόπος γεννήσεως, πατρίδα5. ο χρόνος, η εποχή τής γέννησης κάποιου6. η ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε-άαπό τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< *γεν∂-) τής ρίζας γεν- τού γίγνομαι*, με σημασιολογική και μορφολογική σύνδεση προς το γένος*. Ο νεοελλ. τ. γενιά < γενεά, με συνίζηση].
Dictionary of Greek. 2013.